- βρομόλογο
- τοαισχρολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρομόλογο — το η αισχρολογία, η βρισιά: Ο λόγος του είναι γεμάτος βρομόλογα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… … Dictionary of Greek
παλιοκουβέντα — η αισχρός λόγος, βρομόλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + κουβέντα] … Dictionary of Greek
ατσαλιά — η 1. ακαταστασία, βρομιά: Μεγάλη ατσαλιά υπάρχει στο σπίτι αυτό. 2. προστυχιά, αχρειότητα, βρομόλογο: Άρχισε πάλι τις ατσαλιές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)